πλιχάς

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῐχάς Medium diacritics: πλιχάς Low diacritics: πλιχάς Capitals: ΠΛΙΧΑΣ
Transliteration A: plichás Transliteration B: plichas Transliteration C: plichas Beta Code: plixa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A inside of the thighs, fork, perineum, Hp.Fract.20, Art.54, Ruf.Onom.108 (pl.), Aret.CA2.9, etc.; πλιγάς, Gal.18(2).522; πλίχος, εος, τό, Sch.Od.6.318.

German (Pape)

[Seite 637] άδος, ἡ, die Stelle zwischen den Hüften u. den Schaamtheilen, die sich im Gehen reibt, interfeminium, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πλῐχάς: -άδος, ἡ, ἅπαν τὸ μεταξὺ τῶν βουβώνων ἑκατέρου σκέλους, Λατ. interfeminium, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, π. Ἄρθρ. 822, κτλ.· πλιγάς, παρὰ Γαλην. ― πλίχος, εος, τό, παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Ζ. 318. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 145.

Greek Monolingual

και πλιγάς, -άδος, ή, Α
το μέρος του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στους μηρούς και στο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ-/πλιγ- του πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε-πλίχ-θαι, περιπε-πλιγ-μένα) + κατάλ. -άς, -άδος].