πολεοδομία

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

η, Ν πολεοδόμος
1. επιστημονικός, τεχνικός και εν μέρει καλλιτεχνικός κλάδος με αντικείμενο την ορθολογική, αρμονική και συντονισμένη οργάνωση στον γεωγραφικό χώρο τών διαφόρων λειτουργιών της πόλης ή τμημάτων της πόλης, ή και μικρότερων οικισμών ή συγκροτημάτων, με σκοπό την εξασφάλιση προϋποθέσεων για βελτίωση τών συνθηκών ζωής του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου
2. το σύνολο τών τεχνικών, οικονομικών, διοικητικών και κοινωνικών μέτρων με τα οποία επιδιώκεται η αρμονική και ανθρώπινη ανάπτυξη τών οικισμών
3. κρατική υπηρεσία αρμόδια για τα πολεοδομικά ζητήματα.