πολεοδομία
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
η, Ν πολεοδόμος
1. επιστημονικός, τεχνικός και εν μέρει καλλιτεχνικός κλάδος με αντικείμενο την ορθολογική, αρμονική και συντονισμένη οργάνωση στον γεωγραφικό χώρο τών διαφόρων λειτουργιών της πόλης ή τμημάτων της πόλης, ή και μικρότερων οικισμών ή συγκροτημάτων, με σκοπό την εξασφάλιση προϋποθέσεων για βελτίωση τών συνθηκών ζωής του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου
2. το σύνολο τών τεχνικών, οικονομικών, διοικητικών και κοινωνικών μέτρων με τα οποία επιδιώκεται η αρμονική και ανθρώπινη ανάπτυξη τών οικισμών
3. κρατική υπηρεσία αρμόδια για τα πολεοδομικά ζητήματα.