πολυαυξής

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαυξής Medium diacritics: πολυαυξής Low diacritics: πολυαυξής Capitals: ΠΟΛΥΑΥΞΗΣ
Transliteration A: polyauxḗs Transliteration B: polyauxēs Transliteration C: polyafksis Beta Code: poluauch/s

English (LSJ)

ές,

   A full-grown, strong, large, μόσχος, μαράθον ῥίζα, Nic.Th.73,596 (v.l. πολυαξής, cf. εὐαυξής fin.).

German (Pape)

[Seite 660] ές, sehr gewachsen, groß, Nic. Ther. 73. 597.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαυξής: -ές, ὁ πολὺ ηὐξημένος ἰσχυρός, μέγας, Νικ. Θηρ. 73, 596.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ αυξημένος
2. μεγάλος σε μέγεθοςπολυαυξής μόσχος», Νικ.)
3. ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αυξής (< αὔξω), πρβλ. νεο-αυξής].