πολυπλάνητος
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = foreg., γένος, of the Dorians, Hdt.1.56;
A αἰὼν π. αἰεί E.Hipp.1110 (lyr.); π. πόνος the pains of wandering, Id.Hel.1319 (lyr.). II of blows, falling in every direction, A.Ch.425 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 668] = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλάνητος: [ᾰ], -ον, = πολυπλανής, ἐπὶ τῶν Πελασγῶν, Ἡρόδ. 1. 56· π. αἰὼν Εὐρ. Ἱππ. 1110· π. πόνοι, οἱ κόποι τῆς περιπλανήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1319. ΙΙ. ἐπὶ κτυπημάτων διδομένων κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Αἰσχύλ. Χο. 425· ― τὸ πολυπλάνητον, ἡ ἀστάθεια, οἶδα τὸ πολυπλάνητον τῆς τύχης τῆς ἀστάτου Μανασσ. Χρον. 2876.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui erre de tous côtés;
2 qui tombe de tous côtés en parl. de coups.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυπλάνητος, -ον, ΝΜΑ
πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.)
2. (για χτυπήματα) εκείνος που δίνεται προς κάθε κατεύθυνση («ἀπριγδόπληκτα πολυπλάνητ' ἄδην ἰδεῖν ἐπασσυτετριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυπλάνητον
η αστάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλανητός (< πλανῶμαι), πρβλ. ποντο-πλάνητος].