πολύφιλος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφῐλος Medium diacritics: πολύφιλος Low diacritics: πολύφιλος Capitals: ΠΟΛΥΦΙΛΟΣ
Transliteration A: polýphilos Transliteration B: polyphilos Transliteration C: polyfilos Beta Code: polu/filos

English (LSJ)

ον,

   A having many friends, dear to many, Pi.P.5.4, Lys.8.7, Arist.EN1170b23, Rh.1372a13, Him. Or.8.6.

German (Pape)

[Seite 676] Vielen befreundet, viele Freunde habend; vom Reichthum; Pind. P. 5, 4; Lys. 8, 7 u. Sp., wie Luc. Tox. 37.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφῐλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς ἀγαπητός, Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d’amis;
Cp. πολυφιλώτερος.
Étymologie: πολύς, φίλος.

English (Slater)

πολῠφῐλος
   1 with many friends πολύφιλον ἑπέταν (sc. πλοῦτον) (P. 5.4)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφιλος, -ον, ΝΑ
πολύ αγαπητός, αυτός που έχει πολλούς φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φίλος (πρβλ. ά-φιλος)].