ποτής

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτής Medium diacritics: ποτής Low diacritics: ποτής Capitals: ΠΟΤΗΣ
Transliteration A: potḗs Transliteration B: potēs Transliteration C: potis Beta Code: poth/s

English (LSJ)

ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω)

   A drink, opp. ἐδητύς, σῖτος, βρώμη, Il.11.780, 19.306, Od.10.379, etc.; Dor. gen. ποτᾶτος Philox.2.38.
πότης, ου, ὁ,

   A drinker, tippler, toper, usu. in fem. πότις (masc. only metaph., v. infr.), πότις γυνή Phryn.Com.71; Ααῒς ἀργὸς καὶ πότις Epicr.3: metaph., πότης λύχνος a tippling lamp, i.e. that consumes much oil, Ar.Nu.57; στίλβη πότις Pl.Com.190: Com.Sup., ποτίσταται γυναῖκες Ar.Th.735, cf. Ael.VH12.26.

German (Pape)

[Seite 689] ῆτος, ἡ, das Trinken, der Trank; ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; neben σῖτος, 14, 306 u. öfter; neben βρώμη, Od. 9, 379, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ποτής: ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω) τὸ πίνειν, πόσις, Ὅμ., ἀείποτε ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λ. ἐδητύς, βρωτύς, βρῶσις, βρώμη, σῖτος, Ἰλ. Λ. 780, Τ. 306, Ὀδ. Κ. 379, κτλ.· Δωρ. γεν. ποτᾶτος, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ἡ) :
action de boire, boisson.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω.

English (Autenrieth)

ῆτος: drink.

Greek Monolingual

-ήτος, και δωρ. τ. γεν. -ᾱτος, ἡ, Α
το να πίνει κανείς, η πόση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πο- του ρ. πίνω (βλ. πίνω) και πρέπει να αποτελεί μεταπλασμένο —για μετρικούς λόγους— τύπο ενός αρχαιότερου αμάρτυρου ποτή, διαφορετικού από το ποτή (ΙΙ) «μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή», το οποίο μαρτυρείται σε παπύρους].