ποσίδεσμος
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
ὁ,
A foot-shackler, fetterer, word coined by Pl.Cra.402e.
German (Pape)
[Seite 687] die Füße bindend, Plat. Crat. 402 e.
Greek (Liddell-Scott)
ποσίδεσμος: ὁ, ὁ τοὺς πόδας δένων, ποδόδεσμος, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Κρατ. 402Ε.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο ποδόδεσμος, δεσμά για τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί του πούς + δεσμός.