πρήζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

Ν
1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τον κλότσησε και του 'πρηξε το πόδι»)
2. παθ. πρήζομαι
παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα»)
3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ' έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού 'πρηξε το συκώτι ώσπου να αποφασίσει»)
4. φρ. «να πρηστείς και να σκάσεις» — λέγεται ως κατάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔπρησα, αόρ. του πρήθω, πίμπρημι, κατά τους ενεστ. σε -ζω σχηματισμένους από αόρ. σε -ξα (πρβλ. κρά-ζω: έκρα-ξα, πή-ζω: έ-πη-ξα). Για τη σημ. του ρ. βλ. λ. πίμπρημι.