πρέσβειρα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A πρέσβυς, θεῶν π. h.Ven. 32; π. Ἐρινύων E.IT963; opp. νεᾶνις, Ar.Lys.86; Com. of a large eel, π. Κωπᾴδων κορᾶν Id.Ach.883.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, = πρέσβα; θεῶν πρέσβειρα, H. h. Ven. 32; Eur. I. T. 963; Macedon. 38 (XI, 380); – komisch heißt bei Ar. der größte kopaische Aal πρέσβειρα Κωπᾴδων κορᾶν, Ach. 848.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj.
c. πρέσβα.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΑ
(ως θηλ. τ. του πρέσβυς) νεοελλ.
1. γυναίκα που είναι πρεσβευτής
2. η σύζυγος του πρέσβευτή
αρχ.
1. αυτή που έχει μεγάλη ηλικία
2. (στην κωμ.) το μεγαλύτερο χέλι της Κωπαΐδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του πρέσβυς κατά το αυτιάνειρα].