πριγκιπικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

και πριγκηπικός, -ή και -ιά, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίγκιπα (α. «πριγκιπικός τίτλος» β. «ελληνική Πριγκιπική Ακαδημία του Βουκουρεστίου»)
2. αυτός που αρμόζει, που προσιδιάζει σε πρίγκιπα, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής (α. «πριγκιπικό ντύσιμο» β. «πριγκιπική πολυτέλεια»)
3. μτφ. πλουσιοπάροχος («πριγκιπικό γεύμα»)
4. φρ. «πριγκιπικό θησαυροφυλάκιο» — ειδική στην αρχή και οικονομική στη συνέχεια υπηρεσία διαφόρων τοπικών πριγκίπων.
επίρρ...
πριγκιπικώς και πριγκηπικώς και -ά, Ν
με τρόπο που αρμόζει σε πρίγκιπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίγκιπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].