πριγκιπικός

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source

Greek Monolingual

και πριγκηπικός, -ή και -ιά, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίγκιπα (α. «πριγκιπικός τίτλος» β. «ελληνική Πριγκιπική Ακαδημία του Βουκουρεστίου»)
2. αυτός που αρμόζει, που προσιδιάζει σε πρίγκιπα, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής (α. «πριγκιπικό ντύσιμο» β. «πριγκιπική πολυτέλεια»)
3. μτφ. πλουσιοπάροχος («πριγκιπικό γεύμα»)
4. φρ. «πριγκιπικό θησαυροφυλάκιο» — ειδική στην αρχή και οικονομική στη συνέχεια υπηρεσία διαφόρων τοπικών πριγκίπων.
επίρρ...
πριγκιπικώς και πριγκηπικώς και -ά, Ν
με τρόπο που αρμόζει σε πρίγκιπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίγκιπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].