πριαπίζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

German (Pape)

[Seite 700] ion. πριηπίζω, sich wie Priapos (s. nomen pr.) gebehrden, geil sein, Tymn. 3 (Plan. 237).

Greek Monolingual

και ιων. τ. πριηπίζω Α Πρίαπος
1. μιμούμαι τον Πρίαπο, είμαι λάγνος, ακόλαστος, ασελγής
2. έχω σηκωμένο τον φαλλό («τραγέλαφος πριαπίζων», επιγρ.).