πριαπίζω
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
Ionic πριηπίζω, to be lewd, πάντα πριηπίζω, κἂν ᾖ Κρόνος APl. 4.237 (Tymn.); to be ithyphallic, τραγέλαφος πριαπίζων prob. in IG2². 1388.62.
German (Pape)
[Seite 700] ion. πριηπίζω, sich wie Priapos (s. nomen pr.) gebehrden, geil sein, Tymn. 3 (Plan. 237).
Greek Monolingual
και ιων. τ. πριηπίζω Α Πρίαπος
1. μιμούμαι τον Πρίαπο, είμαι λάγνος, ακόλαστος, ασελγής
2. έχω σηκωμένο τον φαλλό («τραγέλαφος πριαπίζων», επιγρ.).