προδιασύρω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
[ῡ],
A pull to pieces, ridicule beforehand, Arist.Rh. 1418b9, Rh.Al.1433b9.
German (Pape)
[Seite 715] vorher durchziehen; Arist. rhet. Al. 19, 13; Schol. Ar. Plut. 39. Nach Hesych. auch = den Vertrag übertreten.
Greek (Liddell-Scott)
προδιασύρω: [ῡ], διασύρω, ἐμπαίζω πρότερον, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 17, 14 Ρητ. Ἀλ. 19. 13.
French (Bailly abrégé)
déchirer ou décrier le premier.
Étymologie: πρό, διασύρω.
Greek Monolingual
Α διασύρω
γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως.