προεκβολή

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προεκβάλλω, προέκταση, προεξοχή
2. συνεκδ. το τμήμα που προεξέχει
3. φρ. «προεκβολή του δεξιού [ή του αριστερού] ποδιού»
(αθλ.) μετάθεση του δεξιού [ή του αριστερού] ποδιού κατευθείαν εμπρός σε ορισμένη απόσταση χωρίς κάμψη του γόνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεκβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Γ. Α. Παπαβασιλείου].