προεικάζω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεικάζω Medium diacritics: προεικάζω Low diacritics: προεικάζω Capitals: ΠΡΟΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: proeikázō Transliteration B: proeikazō Transliteration C: proeikazo Beta Code: proeika/zw

English (LSJ)

   A conjecture beforehand, τὰ μέλλοντα Arist.Rh.1358b20.

German (Pape)

[Seite 718] vorher vermuthen, Arist. rhet. 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προεικάζω: εἰκάζω ἐκ τῶν προτέρων, τὰ μέλλοντα Ἀριστ. Ρητορ. 1. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

1 comparer auparavant;
2 présumer.
Étymologie: πρό, εἰκάζω.

Greek Monolingual

ΝΑ
εικάζω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω («τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰκάζω «συμπεραίνω»].