προβατάκι
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
Greek Monolingual
το, Ν πρόβατο
(ως υποκορ.) μικρό πρόβατο, αρνάκι («κι άλογα δεν ήβρανε, προβατάκια πήρανε», δημ. τραγούδι)
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ήπιος, μειλίχιος, άκακος, αφελής
3. στον πληθ. τα προβατάκια
μτφ. οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται κατά διαστήματα στην κορυφή τών κυμάτων και οι οποίοι από μακριά δίνουν την εντύπωση ποιμνίων.