προεξοφλώ

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη της προθεσμίας
2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων
3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό
4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 185β στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].