προκάλυψη
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
η / προκάλυψις, -ύψεως, ΝΑ προκαλύπτω
κάλυψη και προφύλαξη από εμπρός
νεοελλ.
στρ.
1. το σύνολο τών μέτρων που παίρνονται για την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης του εχθρού σε μια ορισμένη θέση καθώς και η προκαλυπτόμενη περιοχή
2. εγκατάσταση στρατιωτικών τμημάτων μπροστά από το κύριο στράτευμα, σε καιρό εκστρατείας, με σκοπό να ελέγχουν τις κινήσεις του εχθρού και σε περίπτωση επίθεσης να τον αντιμετωπίσουν έως ότου δοθεί καιρός στην κύρια δύναμη του στρατεύματος να προετοιμαστεί για τη μάχη που θα ακολουθήσει
3. φρούρηση τών συνόρων ενός κράτους σε καιρό ειρήνης από στρατιωτικά τμήματα, καθώς και η φρουρούμενη περιοχή.