προξενείο
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
το, Ν
1. το οίκημα στο οποίο είναι εγκατεστημένη η προξενική αρχή μιας χώρας («απέναντι από το προξενείο της Ισπανίας»)
2. η προξενική αρχή («... το ελληνικό προξενείο έκανε έντονο διάβημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόξενος + κατάλ. -είο (πρβλ. δημαρχ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. προξενεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].