προμετωπίδα
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
Greek Monolingual
η / προμετωπίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σελίδα βιβλίου στην οποία αναγράφεται ολόκληρος ο τίτλος του
2. χώρος σελίδας περιοδικού ή εφημερίδας στον οποίο αναγράφεται ο τίτλος
3. εικόνα εκτός κειμένου η οποία τοποθετείται απέναντι από τον εσωτερικό τίτλο ενός βιβλίου
αρχ.
1. είδος κοσμήματος που τοποθετείται μπροστά στο μέτωπο («προμετωπίδες χρυσαῑ», Καλλίξ.)
2. πρόσοψη λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίς / -ίδα (πρβλ. επιγονατ-ίδα)].