προπαίρνω
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
ΝΜ
1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του
2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ' η λυγερή νά 'ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι)
3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο
μσν.
επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον.