προπαίρνω

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του
2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ' η λυγερή νά 'ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι)
3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο
μσν.
επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον.