προπόνηση

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(αθλ.) προγύμναση ενός αθλητή ή μιας αθλητικής ομάδας με στόχο τη διατήρηση της αγωνιστικότητας αλλά και την τεχνική και φυσική βελτίωση κάθε αγωνιζόμενου, προγύμναση που γίνεται μεθοδικά έτσι ώστε οι αθλητές να παρουσιάζουν τη μέγιστη απόδοσή τους στην κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπονώ. Η λ., στον λόγιο τ. προπόνησις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].