προσαντέχω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαντέχω Medium diacritics: προσαντέχω Low diacritics: προσαντέχω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΤΕΧΩ
Transliteration A: prosantéchō Transliteration B: prosantechō Transliteration C: prosantecho Beta Code: prosante/xw

English (LSJ)

   A hold out against still longer, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις Plb.16.30.5; cf. προσαντίσχω.

German (Pape)

[Seite 750] (s. ἔχω) noch mehr, länger dagegen aushalten, widerstreben, absolut, Pol. 11, 21, 4, u. τινί, 16, 30, 5, vgl. 32, 23, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσαντέχω: ἀντέχω κατά τινος, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις ἕως μέν τινος προσαντεῖχον εὐψύχως Πολύβ. 16. 30, 5·. ἀπολ., βραχὺ προσαντισχόντες ἔκλιναν ὁ αὐτ. 11. 21, 4· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαν[τ]έχειν· προσκεῖσθαι».

Greek Monolingual

Α ἀντέχω
αντιστέκομαι ακόμη πιο πολύ.