προσγυμνάζω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγυμνάζω Medium diacritics: προσγυμνάζω Low diacritics: προσγυμνάζω Capitals: ΠΡΟΣΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: prosgymnázō Transliteration B: prosgymnazō Transliteration C: prosgymnazo Beta Code: prosgumna/zw

English (LSJ)

   A exercise at or in a thing, τινι Pl.Lg.647c:—Med., ὁ -αζόμενος,=sq., Gal.6.177 (v.l. προγ-) ; π. τινί Alex.Aphr.in Top.232.3; πολέμῳ -γεγυμνασμένος Plu.Marc.27.    2 metaph. in Med., enter into a contest with, τινι D.Chr.36.27: abs., M.Ant.6.20.

German (Pape)

[Seite 754] dabei, daran üben; Plat. Legg. I, 647 c; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος, Plut. Marcell. 27.

Greek (Liddell-Scott)

προσγυμνάζω: γυμνάζω, ἀσκῶ εἴς τι πράγμα, Πλάτ. Νόμ. 647C. ― Μέσ., ἀσκῶ ἐμαυτόν, γυμνάζομαι, Δίων Χρυσ. 2. 86. ― Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Πλουτ. Μάρκελλ. 27.

French (Bailly abrégé)

exercer à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, γυμνάζω.

Greek Monolingual

Α
1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον
2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον
3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος
ο προσγυμναστής.