προσείδω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
German (Pape)
[Seite 757] gew. aor. προσεῖδον (s. προσοράω); Aesch. Ch. 176 praes. med., μάλιστ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται, ist ähnlich; – perf. πρόσοιδα, noch dazu wissen, χάριν προσειδέναι Plat. Apol. 20 a, u. Sp., wie Luc. M. dial. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
seul. aux temps suiv.
I. Act. 1 (ao.2 προσεῖδον > inf. προσιδεῖν) regarder, acc.;
2 (pf. πρόσοιδα > inf. προσειδέναι) savoir en outre : χαρίν τινι PLAT savoir en outre gré à qqn;
II. Pass. prés. προσείδομαι, ressembler à, τινι;
Moy. προσείδομαι (inf. ao.2 προσιδέσθαι) contempler.
Étymologie: πρός, εἴδω.
Greek Monolingual
Α
(μόνο το μέσ.) προσείδομαι
είμαι όμοιος με κάποιον («μάλιστ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται» — μοιάζει πάρα πολύ με τους βοστρύχους εκείνου, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἴδομαι «μοιάζω»].