προσπέλαση

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

η / προσπέλασις, -άσεως, ΝΑ προσπελάζω
η ενέργεια του προσπελάζω, η προσέγγιση, το πλησίασμα
νεοελλ.
φρ. «προσπέλαση πεζικού»
στρ. προσέγγιση του πεζικού στις εχθρικές θέσεις σε απόσταση βολής πριν από την επίθεση.