προσπέλαση
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Greek Monolingual
η / προσπέλασις, -άσεως, ΝΑ προσπελάζω
η ενέργεια του προσπελάζω, η προσέγγιση, το πλησίασμα
νεοελλ.
φρ. «προσπέλαση πεζικού»
στρ. προσέγγιση του πεζικού στις εχθρικές θέσεις σε απόσταση βολής πριν από την επίθεση.