προστυχής

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστῠχής Medium diacritics: προστυχής Low diacritics: προστυχής Capitals: ΠΡΟΣΤΥΧΗΣ
Transliteration A: prostychḗs Transliteration B: prostychēs Transliteration C: prostychis Beta Code: prostuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A engaged in or acquainted with, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Pl.Plt.264c; π. [τῇ στερεομετρίᾳ] γεγονότες Id.Epin.990e; τῷ βίῳ ib.973c, etc.; π. γίνεται,= προστυγχάνει, Id.Lg.955d. Adv. -χῶς by chance, Numen. ap. Eus.PE14.5.

German (Pape)

[Seite 784] ές, das, was Einem zustößt, begegnet, zufällig begegnend; προστυχὴς γίγνεται = προστυγχάνει, Plat. Legg. XII, 954 d epinom. 973 b u. öfter; τῷ βίῳ, im Leben Unglückssälle gehabt habend; – sich wobei befindend, womit beschäftigt, φιλοσοφίᾳ, τέχνῃ u. dgl., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προστῠχής: -ές, ἀσχολούμενος εἴς τι, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C· τῇ ἀστρονομίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 990D· τῷ βίῳ αὐτόθι 973Β, κτλ.· πρ. γίνεται = προστυγχάνει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 955D. Ἐπίρ. -χῶς, τυχαίως Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 728C.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.)
2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» — τον συναντά κάποιος τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -τυχής (< τύχη), πρβλ. -τυχής].