προσφθεγκτός
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ή, όν, Dor. ποτιφθ-,
A addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy voice, S.Ph.1067, cf. AP7.649 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 786] angeredet, οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός, Soph. Phil. 1056. In dor. Form, ποτιφθεγκτά, Anyte 16 (VII, 649), anredend.
Greek (Liddell-Scott)
προσφθεγκτός: Δωρ. ποτιφθ-, ον, ὁ προσφθεγγόμενος, προσφωνούμενος, χαιρετιζόμενος, σοῦ φωνῆς, διὰ τῆς φωνῆς σου, Σοφ. Φιλ. 1067. ΙΙ. ἐνεργ., χαιρετίζων, Ἀνθ. Π. 7. 649.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
à qui l’on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué ou interpellé par la voix de qqn.
Étymologie: adj. verb. de προσφθέγγομαι.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προσφθέγγομαι
αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί.