προσυλλογισμός

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυλλογισμός Medium diacritics: προσυλλογισμός Low diacritics: προσυλλογισμός Capitals: ΠΡΟΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: prosyllogismós Transliteration B: prosyllogismos Transliteration C: prosyllogismos Beta Code: prosullogismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A prosyllogism, i.e. a syllogism the conclusion of which forms the major premiss of another, Id.APr.44a22: pl., ib.42b5.

German (Pape)

[Seite 784] ὁ, ein Syllogismus, dessen Folgerung der Vordersatz eines andern wird, Arist. An. pr. 1, 25; Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

προσυλλογισμός: ὁ, συλλογισμὸς οὗ τὸ συμπέρασμα ἀποτελεῖ μείζονα πρότασιν ἄλλου συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 25, 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προσυλλογίζομαι
(λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση του επομένου.