προσωπικότητα

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source

Greek Monolingual

και προσωπικότης, η, Ν
1. (ψυχολ.) ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο σκέπτεται, αισθάνεται και συμπεριφέρεται ένα συγκεκριμένο άτομο
2. (δημ. δίκ.) η σωματική, ψυχική, πνευματική, ηθική και κοινωνική υπόσταση κάθε φυσικού προσώπου, δηλαδή κάθε ανθρώπου ως έλλογου και συνειδητού όντος
3. διακεκριμένο πρόσωπο, σπουδαίος άνθρωπος
4. φρ. α) «δεν έχει προσωπικότητα» — στερείται ατομικής θέλησης, είναι ετερόβουλος
β) «διαταραχές της προσωπικότητας» — ψυχικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται από βαθιά ριζωμένα και μόνιμα σχήματα άκαμπτης, δυσπροσάρμοστης ή αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αλλ. διαταραχές του χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπικός (βλ. και λ. πρόσωπο). Η λ., στον λόγιο τ. προσωπικότης, μαρτυρείται από το 1848 στον Ιωάνν. Σούτζο].