πρυμνήσιος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνήσιος Medium diacritics: πρυμνήσιος Low diacritics: πρυμνήσιος Capitals: ΠΡΥΜΝΗΣΙΟΣ
Transliteration A: prymnḗsios Transliteration B: prymnēsios Transliteration C: prymnisios Beta Code: prumnh/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A of a stern, κάλως E.HF479.    II mostly neut. pl. πρυμνήσια (sc. δεσμά), stern-cables, κατὰ . . π. ἔδησαν Il.1.436; ἀνάψαι Od.9.137; ἀνά . . π. λῦσαι 9.178, cf. 2.418, al.: metaph., ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνήσι' ἀνῆπται AP12.159 (Mel.), cf. PMag.Berol.1.346.

German (Pape)

[Seite 801] zum Schiffshintertheile gehörig; bes. τὰ πρυμνήσια, sc. δεσμά od. σχοινία, die Taue, mit denen das Schiff vom Hintertheile aus am Lande befestigt wurde; ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν, Il. 1, 436 Od. 15, 498; πρυμνήσι' ἔλυσαν, 2, 418; im Ggstz von πρυμνήσι' ἀνάψαι, 9, 137; πρυμνησίων ξυνεμβόλοις, Aesch. Ag. 957; ἀνημμένοι κάλως πρυμνησίοισιν, Eur. Herc. F. 479; τὰ πρ. τῶν νεῶν ἀποκόπτειν, Plut. Lucull. 12. Uebtr. sagt Mel. 44 (XII, 159) ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνήσι' ἀνῆπται.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνήσιος: -α, -ον, (πρύμνα) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πρύμναν πλοίου, κάλως Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 479· πρβλ. πρυμνήτης ΙΙ. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ οὐδ. πληθ., (ἐξυπ. δεσμά, σχοινία, καλῴδια ἀπὸ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου ἐκτεινόμενα, καὶ εἰς τὴν ξηρὰν προσδενόμενα, Λατ. retinacula navis, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.), πρ. καταδῆσαι Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ἀνάψαι Ι. 137· ἀντίθ. τῷ πρ. λῦσαι Β. 418, Ο. 286, 552· ἀναλῦσαι Ι. 178, κτλ.· - μεταφ., ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνησι’ ἀνῆπται Ἀνθ. Π. 12. 159, πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Συνέσ. 228Α.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la poupe : τὰ πρυμνήσια (σχοινία) les amarres d’un navire.
Étymologie: πρύμνα.

Spanish

nave

Greek Monolingual

-α, -ο / πρυμνήσιος, -ία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην πρύμνη, πρυμναίοςκάλως πρυμνησίοισι», Ευρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμνήσια
ναυτ. το σύνολο τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, σήμερα, με τα οποία προσδένεται η πρύμνη πλοίου στην ακτή, στις δέστρες της προκυμαίας ή της προβλήτας, αλλ. πρυμάτσες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυμνήσιον
μτφ. οδήγηση, διακυβέρνηση
2. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρυμνησία
πόλη της βόρειας Φρυγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -ήσιος (μέσω του τ. πρυμνήτης), πρβλ. ικετ-ήσιος (βλ. και -ήσιος)].