πτύγξ

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύγξ Medium diacritics: πτύγξ Low diacritics: πτύγξ Capitals: ΠΤΥΓΞ
Transliteration A: ptýnx Transliteration B: ptynx Transliteration C: ptygks Beta Code: ptu/gc

English (LSJ)

πτυγγός, ὁ,

   A eagle-owl, = ὕβρις, dub. l. in Arist.HA615b11.

German (Pape)

[Seite 811] υγγός, ἡ, ein Raubvogel, = ὑβρίς, Arist. H. A. 9, 12. S. auch πῶϋγξ.

Greek (Liddell-Scott)

πτύγξ: -υγγός, ὁ, εἶδος γλαυκὸς μεγάλης, «ἡ δ’ ὑβρίς, φασὶ δέ τινες εἶναι τὸν αὐτὸν τοῦτον ὄρνιθα τῷ πτυγγί, οὗτος ἡμέρας μὲν οὐ φαίνεται διὰ τὸ μὴ βλέπειν ὀξύ, τὰς δὲ νύκτας θηρεύει ὥσπερ οἱ ἀετοὶ» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

υγγός (ἡ) :
sorte d’oiseau aquatique, appelé aussi ὑβρίς.
Étymologie:.

Greek Monolingual

πτυγγός, ὁ, Α
1. κουκουβάγια
2. μπούφος.