πυλίς

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλίς Medium diacritics: πυλίς Low diacritics: πυλίς Capitals: ΠΥΛΙΣ
Transliteration A: pylís Transliteration B: pylis Transliteration C: pylis Beta Code: puli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of πύλη,

   A little gate, postern, Hdt.1.180, 186, Th. 4.110, SIG813B6 (Delph., i A.D.), etc.; ὁ Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ π. D.47.26; π. χάρακος Onos.10.20; τὸν . . τοῖχον σὺν τῇ π. CIG1948 (inc. loc.).    II pl., a disease of the anus, prob. multiple fistula, Gal. 15.329.

German (Pape)

[Seite 817] ίδος, ἡ, dim. von πύλη, Thürchen; Her. 1, 180; Plat. Lys. 203 a; Is. 6, 20; Pol. 8, 31, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πύλη, μικρὰ πύλη, θυρίδιον, Ἡρόδ. 1. 180. 186, Θουκ. 4. 110, κτλ.˙ ὁ Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ πυλίδι Δημ. 1146 ἐν τελ.˙ ὁ τοῖχος σὺν τῇ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1948.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite porte, guichet, poterne.
Étymologie: πύλη.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μικρή πύλη («τὴν κατά Καναστραῑον πυλίδα», Θουκ.)
2. στον πληθ. αἱ πυλίδες
είδος ασθένειας του πρωκτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα -ίς, -ίδος].