ραδιενεργός

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source

Greek Monolingual

-ό, θηλ. και -ή, Ν
(φυσ. -χημ.)
1. αυτός που εκπέμπει ραδιενέργεια
2. φρ. α) «ραδιενεργός οικογένεια» — βλ. οικογένεια
β) «ραδιενεργά ορυκτά»
(ορυκτ.) ορυκτά με ραδιενεργές ιδιότητες, τα οποία συνιστούν δύο ομάδες, την ομάδα του ουρανίου και την ομάδα του θορίου
γ) «ραδιενεργές πηγές»
(γεωλ. -ιατρ.) μεταλλικές πηγές που περιέχουν σε διάλυση τα ραδιενεργά αέρια ραδόνιο, θορόνιο και ακτινόνιο, προϊόντα εκπομπής τών ραδιενεργών στοιχείων ραδίου, θορίου και ακτινίου αντιστοίχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο (Ι) + ενεργός (βλ. λ. ραδιενέργεια)].