ρημάδι

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κτήριο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, χάλασμα, ερείπιο
2. (γενικά) α) καθετί το κατεστραμμένο ή εγκαταλελειμμένο ως ανάξιο λόγου («τα ρημάδια της ζωής»)
β) καθετί το άχρηστο ή ενοχλητικό («τί το θέλεις το ρημάδι;»)
3. στον πληθ. τα ρημάδια
σύνολο παλιών και σχεδόν κατεστραμμένων επίπλων και σκευών
4. φρ. «πήγαινε στα ρημάδια»
(ως κατάρα) εξαφανίσου, πήγαινε στον διάβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ἐρημάδιν].