ρητίνη
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
η / ῥητίνη, ΝΑ
η φυσική ρητίνη και ιδίως του πεύκου, το ρετσίνι
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. οι ρητίνες
χημ. ασαφής συνοπτική ονομασία μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη μορφή στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.
2. φρ. «φυσική ρητίνη»
(βοτ.-χημ.) μίγμα ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, ιδίως τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. resina (πρβλ. λ. ρετσίνα)].