ροδόσταγμα

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν
νεοελλ.
1. παράλληλο παράγωγο της απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή του ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο
2. διάλυμα ροδελαίου σε νερό
αρχ.
υγρό από ροδοπέταλα μαζί με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στάγμα (< στάζω)].