ρυσός

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source

Greek Monolingual

και ῥυσσός, -ή, -όν, Α
γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. Fῥῡ- με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό επίθημα -(σ)σός που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαι-σός, γαμψός). Η σύνδεση, ωστόσο, με το ἐρύω δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (βλ. λ. έρύω [Ι]). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ῥῡσός συνδέεται με λατ. rūga «ρυτίδα», λιθουαν. raūkas, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική τουλάχιστον σχέση].