ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
[Seite 856] ἡ, nach Phot. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, aus Teleclid., vgl. Hesych. v. σαβαρίχειν.
ης (ἡ) :
c. σαβαρίχις.
Étymologie: DELG mot familier, sans étym.
και σαμαρίχη, ἡ, Α
βλ. σαβαρίχις.