σακίδιο

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source

Greek Monolingual

το / σακκίδιον, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) σάκος με μικρή χωρητικότητα
νεοελλ.
1. μικρός σάκος που κρεμάει στον ώμο του ο στρατιώτης ή ο πεζοπόρος
2. στρ. μικρός σάκος που χρησίμευε ως υποδοχή για το γέμισμα με πυρίτιδα τών πυροβόλων που έβαλλαν βλήματα χωρίς μεταλλικό κάλυκα
3. μικρός σάκος που φέρει στον ώμο ο κυνηγός, προκειμένου να μεταφέρει τρόφιμα και θηράματα
4. ανατ. υμενώδες όργανο που βρίσκεται μέσα στην αίθουσα του έσω αφτιού, αμέσως κάτω από το ασκίδιο, και έχει μεγάλη σημασία για την ισορροπία του ατόμου, αλλ. σφαιρικό κυστίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρην-ίδιον)].