σαλπάρω

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

Ν
1. εκτελώ τους κατάλληλους χειρισμούς για το ξεκίνημα του πλοίου, σηκώνω την άγκυρα προκειμένου να αποπλεύσω
2. (κατ' επέκτ.) α) αποπλέω, αναχωρώ από το λιμάνι
β) (για πρόσ.) ξεκινώ για ταξίδι
3. (η προστ.) σάλπα! (ως ναυτ. παράγγελμα) σηκώστε την άγκυρα να σαλπάρουμε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salpare].