σαλιάρα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεμάχιο από ύφασμα ή από πλαστικό που δένεται γύρω από τον λαιμό και σκεπάζει το στήθος τών μικρών παιδιών για να μην λερώνονται από τα σάλια που τους διαφεύγουν από το στόμα
2. γενική κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων της πολυπληθούς υπόταξης βλεννιοειδείς και, ιδίως, της οικογένειας βλεννιίδες, τών οποίων κύρια χαρακτηριστικά είναι η πλήρης σχεδόν απουσία λεπιών και η στιλπνή βλεννώδης έκκριση που καλύπτει το σώμα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. σαλιάρης].