Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαπωναρία

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες της τάξης καρυοφυλλώδη, με 30 περίπου είδη, που είναι ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας, αλλά έχουν ως κέντρο κατανομής τους την περιοχή της Μεσογείου, και τών οποίων δύο, τα Saponaria officinalis και Saponaria calabrica, κοινώς γνωστά ως σαπουνόχορτα ή σαπουνόρριζες, έχουν φύλλα και ρίζες που περιέχουν σαπωνίνες, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν αφρό στο νερό και να ασκούν απορρυπαντική δράση, γι' αυτό και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πλύση μεταξωτών και μάλλινων υφασμάτων χωρίς να αλλοιώνουν τα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saponaria < νεολατ. saponaria < λατ. sapo, -ōnis «σαπούνι» + λατ. κατάλ. -arius. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].