σαργός
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
(on the accent, v. Hdn.Gr.1.139), ὁ, a sea-fish, the
A sargue, Sargus Rondeletii, Epich.55, Philyll.13, Diocl.Fr.135, Arist.HA 543a7, b15, 570a32, 591b19.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
κοινή, σήμερα, ονομασία του περκόμορφου ψαριού Diplodus sargus της οικογένειας σπαρίδες, συγγενικού με τον σπάρο, που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες
αρχ.
το θαλάσσιο ψάρι κεστρεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης].