σάλτσα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

και σάρτσα, η, Ν
1. μίγμα θρεπτικών ουσιών υγρής ή ημίρρευστης σύστασης με αρτυματικά, τομάτα, μανιτάρια, λιπαρά συστατικά, κρασί και ενδεχομένως τυρί ή γάλα, με το οποίο περιχύνονται φαγητά ή προστίθεται σε αυτά κατά το μαγείρεμα για να γίνουν νοστιμότερα ή πιο πικάντικα
(α. «κόκκινη σάλτσα» β. «άσπρη σάλτσα»)
2. μτφ. υπερβολή ή ψέμα που λέγεται για να φανεί ένα γεγονός πιο εντυπωσιακό ή πιο ενδιαφέρον («μην τον πιστεύεις, βάζει πολλές σάλτσες στα λεγόμενά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salsa < λατ. salsa, θηλ. του salsus «αλμυρός» < sallo «αλατίζω» < sal, salis «αλάτι»].