σίγνον

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίγνον Medium diacritics: σίγνον Low diacritics: σίγνον Capitals: ΣΙΓΝΟΝ
Transliteration A: sígnon Transliteration B: signon Transliteration C: signon Beta Code: si/gnon

English (LSJ)

τό,= Lat.

   A signum, statue, IG14.971 (Rome, iii A.D.).    II pl., the place where the standards were set up in a camp, used as a store, prison, etc., PLond.2.413.12 (iv A.D.), PLond.ined.2487.18 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σίγνον: τό, τὸ Λατ. signum, ἄγαλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 6015, Ἄννα Κομν. 2. 246.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
ανδριάντας, άγαλμα
μσν.
(στο Βυζάντιο) η σημαία τών εξκουβιτώρων, του σώματος της φρουράς του εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων
αρχ.
ο τόπος στρατοπέδου στον οποίο τοποθετούσαν σημαίες και ο οποίος χρησίμευε και ως αποθήκη ή φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. signum «άγαλμα, σήμα, σημαία»].