σίγνον
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
τό,= Lat.
A signum, statue, IG14.971 (Rome, iii A.D.). II pl., the place where the standards were set up in a camp, used as a store, prison, etc., PLond.2.413.12 (iv A.D.), PLond.ined.2487.18 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σίγνον: τό, τὸ Λατ. signum, ἄγαλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 6015, Ἄννα Κομν. 2. 246.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
ανδριάντας, άγαλμα
μσν.
(στο Βυζάντιο) η σημαία τών εξκουβιτώρων, του σώματος της φρουράς του εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων
αρχ.
ο τόπος στρατοπέδου στον οποίο τοποθετούσαν σημαίες και ο οποίος χρησίμευε και ως αποθήκη ή φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. signum «άγαλμα, σήμα, σημαία»].