σιδηροτρύπανον

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροτρύπᾰνον Medium diacritics: σιδηροτρύπανον Low diacritics: σιδηροτρύπανον Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΡΥΠΑΝΟΝ
Transliteration A: sidērotrýpanon Transliteration B: sidērotrypanon Transliteration C: sidirotrypanon Beta Code: sidhrotru/panon

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A iron borer, Daimachus 4J.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisenbohrer, Daimach. bei St. B. v. Λακεδαίμων.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτρύπᾰνον: [ῡ], τό, τρύπανον ἐκ σιδήρου, ἢ δι’ οὗ τρυπᾶται ὁ σίδηρος, παρὰ Στεφ. Βυζ. ἴδε Λακεδαίμων.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τρύπανον (πρβλ. κεφαλο-τρύπανον)].